- λειμωνοειδής
- λειμωνοειδής, -ές (Α) [λειμών]αυτός που μοιάζει με λειμώνα, χλοερός, ευανθής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειμωνοειδής — like meadows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek